- ανεπίκλητος
- (Α ἀνεπίκλητος, -ον)αρχ.μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτοςνεοελλ.ακάλεστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ. ανεπίκλητος χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική σημασια«ακάλεστος» (ανεπίκλητος δαιτυμών) και μαρτυρείται από το 1866 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.